Ηλεκρομαγνητικά Πεδία

Το Ίδρυμα για την καταπολέμηση της παιδικής Λευχαιμίας στην Αυστραλία, με πρόσφατο άρθρο του επισημαίνει ότι υπάρχει μεγάλη ανησυχία της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις στην υγεία των ατόμων εκείνων που ζουν κοντά σε ηλεκτροφόρα καλώδια υψηλής τάσης και σε υποσταθμούς. Η πιθανή σχέση μεταξύ της εγγύτητας αυτών των εγκαταστάσεων με κατοικίες ή και τόπους συνάθροισης και της έκθεσης των ανθρώπων σε ισχυρά ηλεκτρομαγνητικά πεδία (ΗΜΠ) που είναι πιθανό να προκαλούν παιδική λευχαιμία, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών διεθνών μελετών κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών. Ενώ μερικοί ιατρικοί επιστήμονες και ερευνητές έχουν αναφερθεί στη σύνδεση που υφίσταται μεταξύ της έκθεσης σε υψηλού επιπέδου ΗΜΠ (μεγαλύτερη από 0,4 μΤ) και την οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία (ΟΛΛ) σε παιδιά, μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν εκείνους τους αιτιώδεις σύνδεσμους. Συνεπώς, δεν υπάρχουν τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία για να αποδείξουν οτι η έκθεση των ατόμων νεαρής ηλικίας σε ΗΜΠ συνδέεται με την εμφάνιση όγκων στον εγκέφαλο ή οποιοδήποτε άλλο τύπο καρκινογένεσης. Δεν μπορεί ωστόσο, να απορριφθεί το γεγονός πως πολλά στοιχεία εμφανίζουν μια σχέση συνδεσίμότητας μεταξύ καρκινογένεσης και ηλεκτρομαγνητικών πεδίων.

Για να γίνει πιο κατανοητό και επειδή το εύρος του θέματος είναι αρκετά μεγάλο ας αναφέρουμε πολύ περιληπτικά την λειτουργία του Ελληνικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και την προέλευση των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων. Στη χώρα μας η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται σε διάφορα σημεία της επικράτειας κυρίως μέσω θερμοηλεκτρικών σταθμών (καύση υλικών, όπως ο λιγνίτης, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο), υδροηλεκτρικών μονάδων και από την εκμετάλλευση ήπιων μορφών ενέργειας (π.χ. αιολικά και ηλιακά πάρκα). Η ηλεκτρική ενέργεια μεταφέρεται στη συνέχεια από τους σταθμούς παραγωγής στα αστικά κέντρα κατανάλωσης μέσω των γραμμών υψηλής (150kV) και υπερυψηλής τάσης (AOOkV) με την βοήθεια μεγάλων πύργων χάλυβα (πυλώνες).

Στη συνέχεια, η ηλεκτρική ενέργεια διανέμεται στους κατά τόπους καταναλωτές μέσω κατασκευών απο κολώνες σκυροδέματος ή ξύλινους πασσάλους στην άκρη του δρόμου ή σπανίως υπογείως. Οι περισσότεροι καταναλωτές τροφοδοτούνται με μονοφασικές παροχές χαμηλής τάσης (220V), άλλοι όμως που έχουν κάπως μεγαλύτερες ανάγκες, τροφοδοτούνται με τριφασικές παροχές (380V) . Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως βιοτεχνίες, μεγάλα ξενοδοχεία κλπ. οι καταναλωτές τροφοδοτούνται με μέση τάση (20kV) και σε σπανιότερες, όπως μεγάλα εργοστάσια, με υψηλή τάση (150kV). Για τον υποβιβασμό των επιπέδων των τάσεων από την υπερυψηλή τάση έως την χαμηλή χρησιμοποιούνται ειδικές συσκευές-διατάξεις που αυξομειώνουν (μεταβάλλουν-μετασχηματίζουν) τα βασικά ηλεκτρικά μεγέθη της τάσης και έντασης. Η ηλεκτρική εγκατάσταση στην οποία γίνεται μετασχηματισμός τάσης μέσω του μετασχηματιστή ισχύος (υποβιβάζουν την τάση), η κατανομή ή η διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας μαζί με τις πέριξ αυτού συνδέσεις, τους διακόπτες, τα στοιχεία προστασίας από βραχυκυκλώματα, υπερφόρτιση κ.λ.π αποτελεί έναν υποσταθμό.

Ηλεκτρομαγνητικά Πεδία

Τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία δημιουργούνται από τη του ροή ηλεκτρικού ρεύματος μέσα σ΄ ένα ηλεκτρικό αγωγό, όπως είναι οι γραμμές μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, οι ηλεκτρικές μηχανές και οι ηλεκτρικές συσκευές. Ηλεκτρομαγνητικά πεδία δημιουργούνται, επίσης, από το φυσικό μαγνητισμό της Γης (το μαγνητικό πεδίο της Γης κυμαίνεται μεταξύ 30 και 60 μΤ περίπου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, 45 μΤ στην Ελλάδα) και από άλλα φυσικά φαινόμενα και επομένως είναι αδύνατο για οποιονδήποτε από εμάς να αποφύγει εντελώς την έκθεση σε αυτού του είδους τις ακτνοβολίες. Τα ηλεκτρικά φορτία που ταλαντώνονται, παράγουν λοιπόν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα οποία μεταδίδονται κατά επίπεδα μέτωπα και αρμονικά. Τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία είναι ένας συνδυασμός ηλεκτρικών και μαγνητικών δυνάμεων που ταξιδεύουν μαζί σε κυματοειδή μοτίβα, με την ταχύτητα του φωτός. Τα πεδία αυτά δεν είναι ορατά και συνήθως ούτε αισθητά. Το μέγεθος τους εξαρτάται από το ύψος της τάσης ή της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος που ρέει μέσα από τον αγωγό και μειώνονται ουσιαστικά και με πολύ γρήγορο ρυθμό με την αύξηση της απόστασης από την πηγή που τα δημιουργεί.

Η ένταση του μαγνητικού πεδίου (μαγνητική επαγωγή) μετριέται σε Τ (Τέσλα), συνήθως με το υποπολλαπλάσιο μΤ (μικροτέσλα = 1 εκατομμυριοστό του Τ). Επίσης χρησιμοποιείται και η μονάδα G (γκάους), συνήθως με το υποπολλαπλάσιο mG (μιλιγκάους = 1 χιλιοστό του G). Οι δύο μονάδες συνδέονται με τη σχέση 1 Τ = 10.000 G (1 μΤ = 10 mG). Σε αντίθεση με το ηλεκτρικό πεδίο, το μαγνητικό πεδίο διαπερνά και τα οικοδομικά υλικά και το ανθρώπινο σώμα, ενώ η θωράκιση έναντι μαγνητικού πεδίου είναι κατά κανόνα δύσκολη καθώς απαιτεί τη χρήση ειδικών υλικών σε κατάλληλη διάταξη και κατα συνέπεια δαπανηρή. Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, δηλαδή οι περιοχές των συχνοτήτων (διακυμάνσεις των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων) είναι αχανείς. Ξεκινούν από το μηδέν και φθάνουν στο άπειρο. Για ευκολία διαιρούνται σε ζώνες συχνοτήτων με βάση τα Hz (κύκλους ανά δευτερόλεπτο), KHz (χιλιάδες κύκλους ανά δευτερόλεπτο), MHz (εκατομμύρια κύκλους ανά δευτερόλεπτο) και GHz (δισεκατομμύρια κύκλους ανά δευτερόλεπτο).

Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 10000km εναέριων γραμμών υψηλής και υπερυψηλής τάσης σε όλη την επικράτεια καθώς και 200km υπόγειων γραμμών υψηλής τάσης που χρησιμοποιούνται κυρίως για την μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας εντός των κατοικημένων περιοχών. Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με νεότερα στοιχεία απο τον Διαχειριστή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας αυτά τα νούμερα θα αυξηθούν κατά 150% για την διευκόλυνση της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κυρίως απο Αιολικά πάρκα τόσο στη στεριά όσο και παράκτια.

Στο δίκτυο διανομής χαμηλής τάσης (220V/380V), τα ηλεκτρικά πεδία είναι πολύ μικρά λόγω της χαμηλής τάσης. Τα μαγνητικά πεδία που δημιουργούνται από τις γραμμές αυτές ανέρχονται σε λίγα μΤ κοντά στους αγωγούς και σε λίγα μέτρα από την γραμμή εξασθενούν σε αμελητέα επίπεδα. Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, πως στην περίπτωση που υπάρχει τέτοια ασυμμετρία στα ρεύματα των αγωγών που να οδηγεί στην ανάπτυξη ρευμάτων επιστροφής, π.χ. ρεύματα σε γειωμένα αντικείμενα (μεταλλικοί σωλήνες, μεταλλικοί φράχτες, σιδηροδρομικές ράγες κλπ) δημιουργούνται μαγνητικά πεδία που εξασθενούν σχετικά αργά με την απόσταση από την γραμμή. Οι γραμμές μέσης τάσης (20kV), οι οποίες τροφοδοτούν τις γραμμές χαμηλής τάσης μέσω των υποσταθμών διανομής, δημιουργούν τόσο ηλεκτρικά όσο και μαγνητικά πεδία, ενώ τα υπόγεια καλώδια μόνο μαγνητικά πεδία.

Στους υποσταθμούς διανομής τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά πεδία δημιουργούνται από τις γραμμές μέσης και χαμηλής τάσης που συνδέονται σε αυτούς και όχι από τον μετασχηματιστή ισχύος. Επειδή οι γραμμές χαμηλής τάσης τροφοδοτούνται από τους υποσταθμούς αυτούς είναι αναμενόμενο το ρεύμα τους να είναι μεγαλύτερο κοντά στον υποσταθμό από ότι μακριά από αυτόν, όπου θα έχουν υπάρξει αρκετές παροχετεύσεις. Στο περιβάλλον των υποσταθμών αναπτύσσονται μαγνητικά πεδία της τάξης των μερικών μΤ σε σημεία που βρίσκονται κοντά στους αγωγούς (λιγότερο από ένα ή δύο μέτρα) και εξασθενούν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα μερικά μέτρα πιο μακριά. Σύμφωνα με την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας από μετρήσεις που έχει διεξάγει το Γραφείο Μη Ιοντιζουσών Ακτινοβολιών, προέκυψε ότι στις εξωτερικές πλευρές των υποσταθμών που δεν διέρχονται γραμμές, τα επίπεδα των ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων είναι πρακτικά τα ίδια με αυτά που θα υπήρχαν και χωρίς την παρουσία του υποσταθμού(ακόμα και πολύ κοντά στην περίφραξη του). Στις άλλες πλευρές των υποσταθμών που διέρχονται γραμμές, υπάρχουν οι τυπικές τιμές των ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων στο περιβάλλον των γραμμών αυτών. Τα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία που δημιουργεί η γραμμή οφείλονται στους ρευματοφόρους αγωγούς της και μειώνονται με την αύξηση της απόστασης από αυτούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι μέγιστες τιμές των ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων στις εναέριες γραμμές εμφανίζονται ακριβώς κάτω από τους αγωγούς.

Ενδεικτικά, τα επίπεδα έκθεσης σε ΗΜΠ από ηλεκτρικές συσκευές σε μια κατοικία κυμαίνονται από 0,01 έως 0,25 μΤ. Για κατοικίες κοντά σε γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσεως όμως, αυτά τα επίπεδα μπορεί να είναι αρκετά πιο υψηλά (0,5 - 1 μΤ). Για κατοικίες που γειτνιάζουν άμεσα με γραμμές υψηλής τάσης η εκπομπή μαγνητικών επίπεδα πεδίων κυμαίνεται μεταξύ 6 - 10 μΤ. Είναι σημαντικό επίσης να επισημάνουμε ότι πολλά παιδιά στην Ελλάδα ζούν σε κοντινή απόσταση με υψηλής τάσης ηλεκτροφόρα καλώδια και υποσταθμούς υποβιβασμού υψηλής τάσης. Αυτή η διάκριση είναι μείζονος σημασίας για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την διαφορά ανάμεσα στις εγκαταστάσεις στη χώρα μας και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και κυρίως του Βορρά (Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Γερμανία).

Επιστημονικές 'Ερευνες

Υπάρχει μια γενική συναίνεση και παραδοχή μεταξύ εμπειρογνωμόνων, ιατρικών επιστημόνων και ερευνητών, συμπεριλαμβανομένης των υγειονομικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η συνεχιζόμενη έκθεση σε ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία στα επίπεδα που βρίσκονται συνήθως στον Ευρωπαική ήπειρο (συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων κατοικιών και χώρων εργασίας), αποτελεί έναν αποδεδειγμένο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.

Η σχέση μεταξύ των μαγνητικών πεδίων και της παιδικής λευχαιμίας έχει διερευνηθεί σε μία σειρά από μελέτες σε παγκόσμια κλίμακα. Σε μια εκτεταμένη και αναλυτική έρευνα που έγινε το 2000 στο Ηνωμένο Βασίλειο απο την Ομάδα Στατιστικής Επιδημιολογίας & Καρκίνου απο το Πανεπιστήμιο του York, δεν βρέθηκε να υπάρχει καμία απόδειξη πώς τα μαγνητικά επίπεδα των πεδίων που πάραγονται κοντά σε ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις ή γραμμές μεταφοράς, σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο παιδικής λευχαιμίας ή οποιοδήποτε άλλο καρκίνο.

Ο ερευνητές στη συγκεκριμένη μελέτη μετρήσαν και ανέλυσαν την έκθεση ατόμων νεαρής ηλικίας σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία από έναν διαφορετικό αριθμό πηγών προέλευσης συμπεριλαμβανομένων των οικιακών συσκευών, της ηλεκτρικής καλωδίωσης στις κατοικίες τους και φυσικά την γειτνίαση των κατοικιών τους με χαμηλής και υψηλής τάσης γραμμές μεταφοράς ενέργειας και εγκαταστάσεις υποσταθμών. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν ήταν πως δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η έκθεση σε ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία αυξάνει τον κίνδυνο της λευχαιμίας, ή οποιαδήποτε άλλη μορφή καρκίνου της παιδικής ηλικίας.

Σε αντίθεση με την προαναφερθείσα έρευνα, μια διαφορετική μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2005 με την ονομασία «Καρκίνος παιδικής ηλικίας και ηλεκτρομαγνητικά πεδία απο τις γραμμές υψηλή τάσης», κατέρριψε τα συμπεράσματα που ήθελαν να μην ελλοχεύει κανένας κίνδυνος για τα άτομα νεαρής ηλικίας που ζούσαν κοντά σε γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης και εγκαταστάσεις υποσταθμών. Συγκεκριμένα η επιστημονική αυτή έρευνα που πραγματοποιήθηκε απο τον Ιατρικό Οργανισμό BMJ, αποκάλυψε πώς τα άτομα που ζούσαν κόντα (εντός 200 μ.) σε γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης απο τη στιγμή της γέννησής τους, είχαν σημαντικά υψηλότερες (1,69 περισσότερες φορές ) πιθανότητες να αναπτύξουν λευχαιμία σε σύγκριση με όσα άτομα ζούσαν σε πιο μεγάλη απόσταση (πέραν των 600 μ.) απο τέτοιου είδους εγκαταστάσεις. Εκείνοι που ζούσαν μεταξύ 200-600 μ. από τις γραμμές μεταφοράς, επίσης είχαν αυξημένο κίνδυνο (1,23 φορές υψηλότερο) καρκινογένησης σε σχέση με εκείνα τα άτομα που ζούσαν πιο μακριά.

Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθεί πως στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε, οι συντάκτες της δήλωσαν πως δεν περιέχεται καμία ικανοποιητική εξήγηση για τα ευρήματά τους και δυστυχώς καμία διαθέσιμη τεκμηρίωση δεν μπορεί να υπάρξει που να αποδεικνύει την εγκυρότητα της μελέτης. Η έκθεση στα μαγνητικά πεδία από τις γραμμές μεταφοράς και τις εγκαταστάσεις των υποσταθμών είχε προταθεί ως μια πιθανή εξήγηση για τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης λευχαιμίας, όμως οι ερευνητές επισημαίνουν πως η επίδραση αυτών των παραγόντων εκτιμήθηκε να είναι τυπικά λιγότερη σε σχέση με τις μέσες τιμές των μαγνητικών πεδίων που εκπέμπονται απο άλλες πηγές όπως για παράδειγμα οι οικιακές ηλεκτρικές συσκευές που συναντώνται σε μια συνηθισμένη κατοικία. 'Οντας πολύ προσεκτικοί στην διατύπωση των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης έρευνας και για την αποφυγή επισφαλών συμπερασμάτων οι ερευνητές τονίζουν πως «δεν υπάρχουν εργαστηριακά δεδομένα ή βιολογικοί μηχανισμοί που να αποδεικνύουν ότι οι γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος μπορούν να θεωρηθούν ως πιθανές αιτίες για την εμφάνιση λευχαιμίας σε άτομα νεαρής ηλικίας». Συνεπώς για να υποστηρίξουν τα ευρήματά τους, διατυπώνουν την άποψη πώς «τα όποια αποτελέσματα τα οποία έχουν προκύψει μπορόυν να προέρχονται από κάποιους άλλους ανεξήγητους παράγοντες ή πιθανούς συνδιασμούς αυτών».

Λοιπά Αποτελέσματα

Σε μια νέα μεγάλη ευρωπαϊκή έρευνα με την ονομασία «Μια συγκεντρωτική ανάλυση των μαγνητικών πεδίων και η παιδική λευχαιμία» ( «A pooled analysis of magnetic fields and childhood leukaemia»), μελετήθηκαν με βάση διεπιστημονικές και ολιστικές προσεγγίσεις, τα αποτελέσματα από διάφορες προηγούμενες μελέτες σχετικά με την έκθεση παιδίων σε ΗΜΠ και την συχνότητα εμφάνισης παιδικής λευχαιμίας. Βρέθηκε ότι ένας πολύ μικρός αριθμός των παιδιών (λιγότερο από 1%) που είχαν εκτεθεί σε υψηλά μαγνητικά πεδία (μεγαλύτερο από 0,4 μΤ) είχαν περίπου ένα με δύο φορές αυξημένο κίνδυνο να διαγνωστούν με παιδική λευχαιμία, σε σύγκριση με εκείνα τα παιδιά που εκτίθενται σε πεδία με μέσο όρο έντασης μικρότερο από 0,1 μΤ.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι πολύ λίγα παιδιά βρέθηκαν να είναι σε αυτή την κατηγορία υψηλού κινδύνου, δεδομένου ότι είναι πολύ λίγα εκείνα τα παιδιά που εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα ηλεκτρομαγνητικών πεδίών από γραμμές υψηλής τάσης, υποσταθμούς κ.λπ. Και σε αυτή την έρευνα όμως οι επίστημονες δεν ήταν σε θέση να δώσουν οποιαδήποτε πειστική εξήγησηση για τον αυξημένο κίνδυνο παρουσίασης λευχαιμίας σε νεαρές ηλικίες και επισήμαναν πως αυτό ίσως και να ωφείλεται σε εσωτερικά προβλήματα της έρευνας η στην έλλειψη ποιοτικών δεδομένων. Άξίζει όμως να σημειωθεί πως τα ευρήματά αυτά όμως έρχονται σε απόλυτη συμφωνία με μια μελέτη αμερικανών ερευνητών ( «Electromagnetic fileds and public health cautionary policies»), η οποία κάνει λόγο για αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης λευχαιμιάς σε παιδιά που εκτίθενται σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία της τάξης των 0.3μΤ ή υψηλότερα.

O αιματοεγκεφαλικός φραγμός είναι κυταρρικός φραγμός που εμποδίζει την είσοδο ουσιών στον εγκέφαλο. Παρεμβάλεται δηλαδή μεταξύ του αίματος και του κεντρικού νευρικού συστήματος (εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού). Ο καθηγητής Salford (πανεπιστήμιο Lund, Σουηδία) και η ομάδα του, μελετώντας από 1988 την  επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στον αιματοεγκεφαλικό φραγμό ποντικών (ο αιματοεγκεφαλικός φραγμός των ποντικών είναι ανατομικά ο ίδιος με του ανθρώπου), διαπίστωσε διαρροή της πρωτεϊνης αλβουμίνης από το αίμα στον εγκέφαλο των ποντικών. Η διαρροή αυτή συμβαίνει σε μή θερμικές δόσεις ακτινοβολίας, πολύ κάτω από τα επίσημα όρια ασφαλείας. Το φαινόμενο της διαρροής φαίνεται στο παρακάτω σχήμα. Στην δεύτερη εικόνα οι σκούρες κηλίδες είναι η πρωτεϊνη που έχει διαρρεύσει στον εγκέφαλο.

brain

Διαρροή της πρωτεϊνης αλβουμίνης
Πηγή: "Ακτινοβολίες και Υγεία"

To 2005 ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα ενός μεγάλου ευρωπαϊκού προγράμματος όπου συμμετείχαν 12 μεγάλα ερευνητικά κέντρα από 7 ευρωπαϊκές χώρες (πρόγραμμα Reflex, υπεύθυνος προγράμματος ο Καθηγητής Frans Adlkofer) Τα πειράματα αυτά ανέδειξαν μαζικές θραύσεις αλυσίδων DNA κάτω από την επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και μάλιστα για εντάσεις πολύ κάτω από τα επίσημα όρια επικινδυνότητας. Οι θραύσεις αυτές ήταν αμφίπλευρες ενώ επιπλέον διαπιστώθηκε υποβάθμιση του φυσιολογικού μηχανισμού επιδιόρθωσης βλαβών που διαθέτει ο οργανισμός.

Πηγή: "Ακτινοβολίες και Υγεία" απο Μανόλης Δαφέρμος, Μηχανικός Βιομηχανικής Πληροφορικής.

Μελλοντικές Έρευνες

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συντονίζει μια έρευνα σε παγκόσμιο επίπεδο ώστε να καταστεί δυνατή μία σωστά τεκμηριωμένη απάντηση για τα Ηλεκτρομαγνητικά Πεδία και το ρίσκο που εμπεριέχεται στην ανθρώπινη υγεία. Σε αυτήν την προσέγγιση ολιστικής αξιολόγησης και διαρκούς εκτίμησης θα ενσωματωθούν αποτελέσματα από κυτταρικές μελέτες και πειραματισμούς, μελέτες σε ζώα και προσπάθεια εντοπισμού των ΗΜΠ επιδράσεων, μικρής, μεσαίας και μεγάλης κλίμακας στην ανθρώπινης υγεία, ώστε η εκτίμηση των ρίσκων για την εμφάνιση καρκίνου και άλλων δυσμενών επιδράσεων στην υγεία, εάν συνδέονται, από τη μακροχρόνια έκθεση σε χαμηλά επίπεδα ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερη.

Ενδεικτικά ο ΠΟΥ αναφέρει:

1

Οι εργαστηριακές μελέτες στα κύτταρα αποσκοπούν στο να προσδιορίσουν εάν υπάρχει κάποιος μηχανισμός με τον οποίο η έκθεση σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία θα μπορούσε να προκαλέσει επιβλαβείς βιολογικές επιδράσεις. Οι μελέτες σε ζώα είναι απαραίτητες για τον προσδιορισμό των επιδράσεων σε ανώτερους οργανισμούς με φυσιολογία ανάλογη, σε κάποιο βαθμό, με αυτήν του ανθρώπου. Οι επιδημιολογικές μελέτες αναζητούν στατιστικές συσχετίσεις ανάμεσα στην έκθεση σε πεδία και τη συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων αποτελεσμάτων στην υγεία του ανθρώπου.

2

Η απουσία επιδράσεων στην υγεία θα μπορούσε να σημαίνει ότι πράγματι δεν υπάρχει καμία επίδραση, αλλά θα μπορούσε επίσης να σημαίνει ότι κάποια επίδραση που υπάρχει δεν είναι δυνατό να ανιχνευτεί με τις σημερινές μεθόδους.

3

Ο εντοπισμός μιας στατιστικής συσχέτισης ανάμεσα σε κάποιο παράγοντα και μια συγκεκριμένη πάθηση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο συγκεκριμένος παράγοντας προκάλεσε την πάθηση.

4

Πρέπει να συνυπολογιστούν τα αποτελέσματα από μελέτες διαφορετικού τύπου (κυτταρικές, σε ζώα και επιδημιολογικές) πριν καταλήξουμε σε συμπεράσματα σχετικά με το πιθανό ρίσκο (risk) που προκύπτει για την υγεία, λόγω ενός "ύποπτου" κινδύνου (hazard) του περιβάλλοντος. Τα ακλόνητα στοιχεία από τέτοιες μελέτες διαφορετικού τύπου αυξάνουν το βαθμό βεβαιότητας σχετικά με μια πραγματική επίδραση.

Συμπεράσματα

Παρά το μεγάλο αριθμό μελετών και έρευνας, τα στοιχεία για τυχόν επιδράσεις εξακολουθούν να είναι πολύ αντιφατικά. Ωστόσο, είναι σαφές ότι εάν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία έχουν πράγματι κάποια επίδραση στην εμφάνιση καρκίνου, οποιαδήποτε αύξηση του ρίσκου θα είναι εξαιρετικά μικρή άλλα όχι και αθώα. Τα έως σήμερα αποτελέσματα περιέχουν πολλές ασυμφωνίες ή και μή τεκμηριωμένες προσεγγίσεις, αλλά απο την άλλη πλευρά, δεν έχουν εντοπιστεί μεγάλες αυξήσεις του ρίσκου για οποιαδήποτε μορφή καρκίνου σε νεαρές ηληκίες.

'Ενας αριθμός επιδημιολογικών μελετών παρουσιάζουν μικρές αυξήσεις στο ρίσκο εμφάνισης λευχαιμίας κατά την παιδική ηλικία με την έκθεση σε μαγνητικά πεδία χαμηλών συχνοτήτων απο οικιακές ηλεκτρικές συσκευές στο σπίτι. Ωστόσο, οι επιστήμονες δεν έχουν καταλήξει σε ένα γενικό συμπέρασμα ως προς το εάν αυτά τα αποτελέσματα των ερευνών υποδηλώνουν την ύπαρξη σχέσης αιτίας - αιτιατού ανάμεσα στην έκθεση στα πεδία και τη νόσο (σε αντίθεση με τις πηγές σφαλμάτων που περιελήφθησαν στη μελέτη ή με τις επιδράσεις που δεν σχετίζονται με την έκθεση στα πεδία). Εν μέρει, η επιστημονική κοινότητα έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα επειδή οι μελέτες σε πειραματόζωα και οι εργαστηριακές έρευνες δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν επαναλαμβανόμενες επιδράσεις συνεπείς με την υπόθεση ότι τα πεδία προκαλούν καρκίνο ή συμβάλλουν στην εμφάνισή του. Σε πολλές χώρες βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη μελέτες ευρείας κλίμακας οι οποίες ενδέχεται να βοηθήσουν στην επίλυση αυτών των θεμάτων.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει:

Στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν επιτροπές ειδικών που εξέτασαν το θέμα κυριαρχούν διατυπώσεις όπως «δεν υπάρχουν πειστικά στοιχεία για τη δυσμενή επίδραση των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στην υγεία» ή «δεν έχει επιβεβαιωθεί κάποια σχέση αιτίας-αιτιατού μεταξύ των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων και του καρκίνου». Μοιάζει σαν η επιστήμη να ήθελε να αποφύγει να δώσει μια απάντηση. Όμως, για ποιο λόγο πρέπει να συνεχιστεί η έρευνα εφόσον οι επιστήμονες έχουν ήδη καταδείξει ότι δεν υπάρχουν επιδράσεις;

Η απάντηση είναι απλή: Οι μελέτες της ανθρώπινης υγείας εμφανίζουν πολύ καλές επιδόσεις στον εντοπισμό επιδράσεων μεγάλης κλίμακας, όπως π.χ. τη σύνδεση του καπνίσματος και του καρκίνου. Δυστυχώς, δεν είναι σε θέση να διακρίνουν το ίδιο εύκολα το εάν υπάρχει κάποια μικρή επίδραση ή αν δεν υπάρχει καμία επίδραση. Αν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία σε τυπικά επίπεδα περιβάλλοντος ήταν ισχυροί καρκινογενείς παράγοντες, το γεγονός αυτό θα ήταν εύκολο να έχει καταδειχθεί έως τώρα. Αντίθετα, αν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία μικρής έντασης αποτελούν ανίσχυρους καρκινογενείς παράγοντες, ή ακόμα και ισχυρό παράγοντα καρκινογένεσης σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό, αυτό θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να καταδειχθεί. Στην πραγματικότητα, ακόμα και αν μια μεγάλης κλίμακας μελέτη δεν δείξει κάποια συσχέτιση, δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι δεν υπάρχει σχέση. Η απουσία κάποιας επίδρασης θα μπορούσε να σημαίνει ότι πράγματι δεν υπάρχει καμία επίδραση. Όμως, με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να σημαίνει ότι η επίδραση είναι απλώς μη ανιχνεύσιμη με τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο μέτρησης. Επομένως, τα αρνητικά αποτελέσματα είναι, γενικά, λιγότερο πειστικά από τα αδιάσειστα θετικά αποτελέσματα.

Πηγές

Australian Radiation Protection and Nuclear Safety Agency 2003 The Controversy Over Electromagnetic Fields and Possible Adverse Health Effects. Fact sheet 8.
Διαθέσιμο απο: "Arpansa-Australia"

UK Childhood Cancer Study Investigators. 2000 Childhood cancer and residential proximity to power lines. Br J Cancer, 83, 1573-80.

Draper GJ, Vincent T, Kroll ME and Swanson J. 2005 Childhood cancer in relation to distance from high-voltage power lines in England and Wales: a case-control study.
Διαθέσιμο απο:"BMJ Group, UK"

Greenland S, Sheppard AR, Kaune WT, Poole C, Kelsh MA. A pooled analysis of magnetic fields, wire codes, and childhood leukemia. Epidemiology 2000;11: 624-34

World Health Organization 2000 Electromagnetic fileds and public health cautionary policies.
Διαθέσιμο απο: "The World Health Organization"

Table of Contents